ταμών

ταμών
τέμνω
cut
aor part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τάμων — Τάμω̆ν , Τάμως masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • POLYPHEMUS — inter Cyclopas omnes, qui centum fuisse memorantur, viribus corporis formaeque magnitudine praestantissimus fuit; quibus vero parentibus ortus fuerit, nondum constat. Apollonius, Argon. l. 1. illum Neptunô et Europâ Tityi filiâ natum fuisse… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

  • μελεϊστί — και μελιστί (Α) επίρρ. κατά μέλη, κατά τμήματα, κομματιαστά («ἠέ μιν ἤδη ἦσι κυσὶν μελεϊστὶ ταμὼν προύθηκεν Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μέλε ος + επιρρμ. κατάλ. ιστί. Το επίρρ. προϋποθέτει ένα αμάρτυρο ρ. *μελεΐζω, κατά τα κτερεΐζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”